ανεκ-

ανεκ-
см. ανακ\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανεκ-" в других словарях:

  • ημιποίητος — ἡμιποίητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος κατά το ήμισυ, ο μισοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ποίητος (< ποιώ), πρβλ. ανεκ ποίητος, θεο ποίητος] …   Dictionary of Greek

  • ημιπύρωτος — ἡμιπύρωτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ πύρωτος, α πύρωτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»